hacksaw$33373$ - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

hacksaw$33373$ - translation to ολλανδικά

METAL SAW
Hack saw; Power hacksaw; Electric hacksaw; Hacksaws; Junior hacksaw; Panel hacksaw; Hacksaw blade
  • Typical full-size hacksaw frame, with 12" blade
  • A woman using a hacksaw for vocational training during the Second World War

hacksaw      
n. ijzer, metaalzaag

Ορισμός

hacksaw
¦ noun a saw with a narrow blade set in a frame, used for cutting metal.
¦ verb (past participle hacksawn or hacksawed) cut with a hacksaw.

Βικιπαίδεια

Hacksaw

A hacksaw is a fine-toothed saw, originally and mainly made for cutting metal. The equivalent saw for cutting wood is usually called a bow saw.

Most hacksaws are hand saws with a C-shaped walking frame that holds a blade under tension. Such hacksaws have a handle, usually a pistol grip, with pins for attaching a narrow disposable blade. The frames may also be adjustable to accommodate blades of different sizes. A screw or other mechanism is used to put the thin blade under tension.

On hacksaws, as with most frame saws, the blade can be mounted with the teeth facing toward or away from the handle, resulting in cutting action on either the push or pull stroke. In normal use, cutting vertically downwards with work held in a bench vise, hacksaw blades are set to be facing forwards.